- επιμίσγω
- ἐπιμίσγω (Α)1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.)2. έρχομαι σε σαρκική επαφή3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ. τού μίγνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.